Ήταν μέσα του
17ου αιώνα όταν ο Άγγλος φιλόσοφος Τζων Λοκ προσπαθούσε να δώσει μια απάντηση ήταν το εάν γεννιόμαστε με
παντελή έλλειψη γνώσης και μαθαίνουμε καθώς αποκτούμε όλο και
περισσότερες εμπειρίες (tabula rasa) ή εάν έχουμε κάποιες -έστω βασικές- γνώσεις ήδη από τη στιγμή που θα γεννηθούμε.
Μέσα στο πλαίσιο των φιλοσοφικών του
αναζητήσεων ήρθε αντιμέτωπος με ένα ερώτημα κεντρικό για την φιλοσοφία
του: εάν ένας εκ γεννετής τυφλός βρει το φως του, θα μπορεί μόνο με την
όρασή του να αναγνωρίσει αντικείμενα που έως τώρα τα ήξερε μόνο μέσω της
αφής;
Η σύγχρονη νευροεπιστήμη προσπαθεί πλέον
να ρίξει φως και σε αυτό το ερώτημα. Μέσω ενός ινδικού προγράμματος
αποκατάστασης της όρασης σε παιδιά (Project Prakash), μια ερευνητική
ομάδα από το ΜΙΤ κατάφερε να έχει πρόσβαση σε παιδιά με σοβαρά
προβλήματα όρασης που μόλις είχαν βρει την όρασή τους.
Τα παιδιά αυτά έπασχαν από διάφορες
ιάσιμες ασθένειες οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την τύφλωσή τους από την
πρώτη στιγμή της γέννησής τους. Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε 5 μεγάλα
παιδιά, ηλικίας 8-17 ετών. Τα παιδιά αυτά είχαν εγχειριστεί επιτυχώς
και είχαν βρει το φως τους 2 μέρες πριν την εξέτασή τους από την ομάδα
του ΜΙΤ. Οι ερευνητές κατασκεύασαν 20 ζεύγη από τρισδιάστατα σχήματα
φτιαγμένα με τα γνωστά μας “τουβλάκια” και τα έδειξαν στα παιδιά με
τρεις διαφορετικούς τρόπους.
Στην μία περίπτωση τους έδωσαν ένα σχήμα
για να το επεξεργαστούν με τα χέρια τους χωρίς όμως να το κοιτάνε. Στη
συνέχεια τους έδωσαν δύο άλλα σχήματα να αισθανθούν και στη συνέχεια να
πουν πιο από τα δύο σχήματα ήταν αυτό που άγγιξαν στην αρχή. Όπως
αναμενόταν, τα παιδιά είχαν εξαιρετικά υψηλά ποσοστά επιτυχίας που
έφτασαν το 90%. Στο δεύτερο πείραμα τα παιδιά μπορούσαν να δουν τα
σχήματα, αλλά όχι να τα αγγίξουν.
Αν και είχαν το φως τους για μόλις 2
μέρες κατάφεραν και πάλι να αναγνωρίσουν σωστά τα σχήματα με πολύ υψηλά
ποσοστά επιτυχίας. Στο τρίτο και πιο σημαντικό πείραμα τα παιδιά άγγιξαν
το αρχικό σχήμα και αργότερα έπρεπε να επιλέξουν το σωστό σχήμα από μια
σειρά από σχήματα τα οποία έβλεπαν, αλλά δεν μπορούσαν να αγγίξουν. Σε
αυτό το πείραμα τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά. Τα παιδιά δεν μπορούσαν
να αναγνωρίσουν οπτικά το αντικείμενο το οποίο μόλις είχαν αγγίξει. Όταν
όμως οι ερευνητές κατάφεραν να ξανατρέξουν το τρίτο πείραμα μερικές μέρες αργότερα πρόσεξαν ότι το ποσοστό
επιτυχίας αυξήθηκε φτάνοντας το 80%.
Είναι δύσκολο να εξηγήσει κάποιος τα
αποτελέσματα των πειραμάτων αυτών. Από την μία κάποιος θα μπορούσε να
πει πως τα πειράματα αυτά υποδεικνύουν την πλαστικότητα του εγκεφάλου
και την γνωστική ευκαμψία που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος, ενώ
κάποιος άλλος θα μπορούσε να ισχυριστεί ακριβώς το αντίθετο. Στην πρώτη
περίπτωση η εξήγηση είναι πως φαίνεται πως αρχικά ο εγκέφαλος
προσπαθούσε να γνωρίσει τον κόσμο μέσα από την -ουσιαστικά νέα- αίσθηση
της όρασης και καθώς οι μέρες περνούσαν και τα παιδιά ερχόντουσαν σε
επαφή με όλο και περισσότερα ερεθίσματα, οπτικά και απτικά, ο εγκέφαλος
άρχισε να προσαρμόζεται και να “ανακαλωδιώνεται”.
Στην δεύτερη περίπτωση όμως κάποιος θα
μπορούσε να ισχυριστεί ότι το διάστημα των λίγων ημερών μεταξύ της
εγχείρισης και των επιτυχημένων πειραμάτων είναι πολύ σύντομο για μια
“ανακαλωδίωση” του εγκεφάλου, οπότε η εναλλακτική εξήγηση είναι μια
γενετικά προκαθορισμένη προδιάθεση “συνεργασίας” μεταξύ των αισθήσεων.
Δυστυχώς οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να συλλέξουν νευρολογικά δεδομένα
κατά το διάστημα μεταξύ της εγχείρισης και των πειραμάτων τους, κάτι που
θα έδινε πιο ξεκάθαρες απαντήσεις στο ερώτημα του Τζων Λοκ.
Μισές δουλειές δηλαδή έκαναν. Μπορούν όμως άνετα να τα ξανατυφλώσουν για μερικά χρόνια και να επαναλάβουν το πείραμα για καλύτερα αποτελέσματα. Πάλι έδωσα λύση ο άτιμος.... Άσχετοι!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή