Μια
μέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του. Το 'βαλε κάτω και το παίδεψε, το
'πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι με το καλάθι. Στο τέλος το βρήκε:
Θα 'πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα γύρευε να μάθει από κει, αυτά που
του 'κρυβαν οι μεγάλοι πίσω απ' τα παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί
χάρτινοι “παππούδες” που κάθονται στα γόνατα σου και σου λένε τις
ιστορίες τους χωρίς καμώματα και παρακάλια.
...................................................................
Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος για κείνο το παραπαίδι, σ' όλα τα σπίτια. Το μάθε κι ο δάσκάλος, και μια μέρα του παράγγειλε να πάει να τον δει. Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάμισο και πάει.
- Α, έλα δω... του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που λες τα παραμύθια;
- Δε φταίω γω... έκανε το παιδί.
- Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά κανωμένα είν'αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε να μάθεις και γράμματα του σκολειού; Ε; Δεν τ' αγαπάς;
Γράμματα του σκολειού! Αν τ' αγαπούσε! Μα υπήρχαν πιο γλυκά γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μαθαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας, μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια. Να βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ' αγαπούσε λέει! Τι λόγια είν' αυτά που λες, κυρ-δάσκαλε! Μα πόσα κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα σκολειά σ' αυτό τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να πάει; Εδώ ή εκεί;
...................................................................
Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος για κείνο το παραπαίδι, σ' όλα τα σπίτια. Το μάθε κι ο δάσκάλος, και μια μέρα του παράγγειλε να πάει να τον δει. Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάμισο και πάει.
- Α, έλα δω... του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που λες τα παραμύθια;
- Δε φταίω γω... έκανε το παιδί.
- Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά κανωμένα είν'αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε να μάθεις και γράμματα του σκολειού; Ε; Δεν τ' αγαπάς;
Γράμματα του σκολειού! Αν τ' αγαπούσε! Μα υπήρχαν πιο γλυκά γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μαθαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας, μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια. Να βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ' αγαπούσε λέει! Τι λόγια είν' αυτά που λες, κυρ-δάσκαλε! Μα πόσα κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα σκολειά σ' αυτό τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να πάει; Εδώ ή εκεί;
Πάει λοιπόν με το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήμα, που είναι πηχτός ιδρός. Το μαζεύει λίγο λίγο, όπως το μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει την ελπίδα ότι έτσι δε θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι είναι καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε.
Και, τώρα, να ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. Η καλή του τύχη τον έφερε μπροστά του. Και τι;... Δάσκαλος αληθινός, με γυαλιά!
Και τον καλάει και στο σπίτι του. Ώρα ήταν λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το κουνάει.
- Τ' είν' αυτό; ρωτάει ο δάσκαλος.
- Χρήματα.
- Πού τα 'βρες;
- Τα κέρδισα.
- Και γιατί τα κουνάς;
- Είναι για γράμματα.Μα δεν είναι πολλά. Άμα τα κάνω μπόλικα, θα τα φέρω εδώ να μου μάθεις. Μπορεί να γίνει αυτό κυρ-δάσκαλε;
- Αν μπορεί;...
Ο δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο μάτι για να διώξει ένα σκουπίδι. Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα μάτια.
- Λοιπόν... πήγε να του πει.
Η φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι σαν βραχνή.
- Άστα... Άστα εκεί είπε, και πήγαινε... Αύριο, που θα παχνίσεις τα δαμάλια σου, έλα... του λέει.
- Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρτιά, μολύβια
- Όχι, όχι, καλό μου παιδί... πώς είναι τ' όνομα σου;
- Μέλιος.
- Όχι, Μέλιο.
Και πάλι ήταν αλλαγμένη η φωνή του, πιο πολύ αλλαγμένη και πιο βραχνή.
Το παιδί στάθηκε λίγο. Ύστερα άδειασε την τσέπη του στο τραπέζι κι έφυγε. Ο δάσκαλος ούτε γύρισε να το δει. Αφανίστηκε να κοιτά έξω απ' το παράθυρο, σαν να ξεφύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω κάνας καινούργιος κόσμος και πάσκιζε να τον μάθει.
(Απόσπασμα απο το βιβλίο "Ένα παιδί μετράει τ'άστρα" του Μενέλαου Λουντέμη)
Η υπόθεση, σε μια σύντομη περίληψη:
“Το κείμενο αναφέρεται σε ένα παιδί που ήθελε να μάθει γράμματα αλλά το αφεντικό στο οποίο εργαζόταν δεν τον άφηνε επειδή έλεγε ότι πρέπει να είναι συγκεντρωμένος στην δουλειά του. Ένα βράδυ που όλοι κοιμούνταν, το παιδί πήγε να συναντήσει έναν δάσκαλο που είχε συμφωνήσει να του μάθει γράμματα χωρίς να το ξέρει το αφεντικό του. Ο δάσκαλος κατάλαβε ότι το παιδί πραγματικά ήθελε να μάθει κι ότι θα ήταν καλό στα γράμματα και προσπαθούσε. Το ανακάλυψε όμως το αφεντικό του και του απαγόρευσε να ξαναπάει. Τότε χώρισαν οι δρόμοι του δασκάλου και του παιδιού, αλλά κάτι στο παιδί έλεγε πως θα ξαναβρεθούν… ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου