Το γεγονός ότι ζούμε σε έναν ιδιαίτερα πολύπλοκο και αβέβαιο κόσμο αποτελεί για τους περισσότερους ανθρώπους μια κοινότοπη όσο και οδυνηρή διαπίστωση. Η διαπίστωση αυτή, μάλιστα, θεωρείται πλέον μια σχεδόν προφανής και αυταπόδεικτη αλήθεια και για την επιστημονική σκέψη της εποχής μας.
Ωστόσο, σύμφωνα με την επίσημη επιστημονική προπαγάνδα, όπως προβάλλεται από τα ΜΜΕ και διδάσκεται στα σχολικά προγράμματα, η αταξία, η αβεβαιότητα και η τυχαιότητα, δηλαδή οι τυπικές εκδηλώσεις της εγγενούς πολυπλοκότητας των περισσότερων φυσικών διαδικασιών, είναι «απλώς» φαινομενικές: μια ψευδαίσθηση, που οφείλεται σε ανθρώπινες προκαταλήψεις και περιορισμούς ή, ακόμη χειρότερα, σε διανοητική σύγχυση σχετικά με τα «πραγματικά» τελικά αίτια και τους νόμους της φύσης.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο ότι μέχρι σήμερα επικρατούσε η ανιστόρητη άποψη ότι για την επίτευξη της επιστημονικής «εξήγησης», και άρα για την ουσιαστική κατανόηση της φύσης των πραγμάτων, αναγκαία και ικανή συνθήκη είναι η ανακάλυψη των «αιτιών» και των «νόμων» που, όπως εικάζεται, καθορίζουν την εμφάνιση και την ανάπτυξη των φαινομένων. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ακόμη και αυτή η ίδια η ορθολογικότητα της ανθρώπινης σκέψης εξαρτάται από την ικανότητά της να περιγράφει «αιτιοκρατικά» και να προβλέπει «νομοτελειακά» τα περίπλοκα φυσικά ή κοινωνικά φαινόμενα που διερευνά.
Και μολονότι πρόκειται για μια πολύ ισχυρή και παραγωγική γνωστική προσέγγιση, η ίδια η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης οδήγησε τις τελευταίες δεκαετίες στην αποκάλυψη των ανυπέρβλητων ορίων αυτής της αιτιοκρατικής-αναγωγικής προσέγγισης.
Πρώτη η Θερμοδυναμική με την εισαγωγή της εντροπίας, δηλαδή του βέλους του χρόνου στη φύση, και κατόπιν η κβαντική φυσική με την εισαγωγή του παρατηρητή, ως παράγοντα που επηρεάζει τις παρατηρήσεις των μικροφυσικών φαινομένων, επέφεραν σοβαρά πλήγματα σε αυτή την κλασική αντίληψη περί επιστημονικής γνώσης. Εξίσου αποφασιστική όμως για την κατάρρευση αυτού του μοντέλου ήταν και η διατύπωση των εξελικτικών θεωριών στη βιολογία και των θεωρημάτων μη πληρότητας του Godel στα μαθηματικά.
Η ύβρις της πανεπιστήμης & το τέλος των βεβαιοτήτων
Η ιδεοληπτική μας προκατάληψη υπέρ μιας βαθύτερης, πιο απλής και οπωσδήποτε νομοτελειακής εξήγησης των πολύπλοκων «επιφαινομένων» δεν είναι βέβαια ούτε ιστορικά αυθαίρετη ούτε γνωσιολογικά παράλογη. Αντίθετα, στηρίζεται σε μια σειρά από απλοϊκές αλλά ιδιαίτερα παραγωγικές γνωσιολογικές-μεθοδολογικές παραδοχές που, κατά το παρελθόν, συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης.
Και η πιο επιτυχής από αυτές τις μεθοδολογικές παραδοχές ήταν και εξακολουθεί να είναι ο «αναγωγισμός»: η άποψη ότι, κατ' αρχήν, όλα τα πολύπλοκα φυσικά ή κοινωνικά φαινόμενα μπορούν να εξηγηθούν επαρκώς από λίγους απλούς νόμους ή από κάποιες θεμελιώδεις «πρώτες αρχές», στις οποίες οφείλουμε τελικά να ανάγουμε ό,τι παρατηρούμε.
Το αναγωγιστικό μοντέλο εξήγησης αποδείχτηκε εξαιρετικά γόνιμο, ταυτόχρονα όμως ήταν και υπερβολικά περιοριστικό για την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης: ανακαλύψαμε γιατί πέφτουν τα μήλα, ενώ αγνοούμε το πώς αυτά δημιουργήθηκαν ή γιατί, ενδεχομένως, τα θεωρούμε εύγευστα!
Από την εποχή του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα η επιστημονική κατανόηση και η τεχνολογική ιδιοποίηση του φυσικού κόσμου βασίστηκαν στην αναγωγή των πιο σύνθετων φαινομένων σε πιο απλά, τα οποία και θεωρούνταν «η αιτία» των πρώτων. Διαμορφώθηκε έτσι σταδιακά ένας πολύ ισχυρός ντετερμινιστικός τρόπος σκέψης που, αργά ή γρήγορα, υποσχόταν να μας οδηγήσει στα «τελικά αίτια» όλων των φαινομένων (φυσικών, βιολογικών, ανθρωπολογικών και κοινωνικών). Και πάνω σε αυτό το φιλόδοξο πανεπιστημονικό πρόγραμμα θεμελιώθηκε σχεδόν το σύνολο της νεότερης σκέψης και πρακτικής.
Φανταστείτε λοιπόν τις δραματικές συνέπειες που είχε η απρόσμενη ανακάλυψη ότι απολύτως ντετερμινιστικοί νόμοι και απλοί κανόνες οργάνωσης μπορούν κάλλιστα να οδηγήσουν τα πολύπλοκα συστήματα σε εντελώς χαώδεις και μη προβλέψιμες συμπεριφορές. Πρόκειται για ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο που περιγράφεται ως «ντετερμινιστικό χάος».
Το ντετερμινιστικό χάος, παρά το φαινομενικό οξύμωρο των δύο όρων, δημιουργεί και συντηρεί όλα τα πολύπλοκα συστήματα: από τα σμήνη γαλαξιών μέχρι την κυτταρική οργάνωση της ζωής, και από τα οικοσυστήματα μέχρι τη δυναμική της ανθρώπινης οικονομίας. Πρόκειται για συστήματα χαώδη και μη γραμμικά, αφού δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια τη μελλοντική τους συμπεριφορά ακόμη κι αν γνωρίζουμε λεπτομερώς τις αρχικές συνθήκες ή όλες τις προγενέστερες καταστάσεις τους!
Και αυτό συμβαίνει επειδή όλα ανεξαιρέτως τα πολύπλοκα συστήματα υπακούουν τουλάχιστον σε δύο βασικές αρχές:
(1) απλοί νόμοι δεν οδηγούν κατ' ανάγκην σε απλές συμπεριφορές και
(2) ελάχιστες αλλαγές στις παραμέτρους που διαμορφώνουν ένα πολύπλοκο σύστημα μπορεί να οδηγήσουν σε τεράστιες μεταβολές στη δομή και τη συμπεριφορά τού εν λόγω συστήματος στο μέλλον.
Αντίθετα, σύμφωνα με το κλασικό γραμμικό πρότυπο εξήγησης, μικρά αίτια προκαλούν πάντα μικρά αποτελέσματα· ενώ οι πιο μεγάλες και σημαντικές αλλαγές προκύπτουν, υποτίθεται, αποκλειστικά από την αθροιστική συσσώρευση πολλών μικρών αιτιών. Αν όμως αυτό το απλοϊκό πρότυπο εξήγησης είναι σωστό, τότε πώς εξηγείται η εμφανής αδυναμία μας να προβλέπουμε τις καθημερινές φυσικές, κοινωνικές και οικονομικές καταστροφές;
Το ευρώ και το πέταγμα της πεταλούδας
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τη ζωτική σημασία αλλά και τις δραματικές συνέπειες που έχει για τη ζωή όλων μας η υιοθέτηση ενός απλοϊκού ή, εναλλακτικά, ενός πολύπλοκου τρόπου σκέψης.
Ενα πολύ πρόσφατο και αρκετά διαφωτιστικό παράδειγμα είναι η επιλογή του πρώην πρωθυπουργού της χώρας μας Γ. Α. Παπανδρέου να χρησιμοποιήσει την απειλή δημοψηφίσματος για να εκβιάσει την πολιτική συναίνεση στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και για να επιταχύνει τις διεθνείς διεργασίες οικονομικής υποστήριξης που τόσο ανάγκη έχει η Ελλάδα. Μια επιλογή που, όχι μόνο αποδείχτηκε καταστροφική για τον ίδιο, αλλά είχε και δραματικές συνέπειες για την αξία του ευρώ.
Η επίκληση ατομικών ψυχολογικών «εξηγήσεων» (όπως π.χ. η μεγαλομανία, η απερισκεψία ή η μεγάλη πίεση) είναι, όχι μόνο ανεπαρκείς, αλλά και εξόχως παραπλανητικές, διότι αφήνουν αναπάντητο το βασικό ερώτημα: πώς είναι δυνατόν η «απερίσκεπτη» ή η «τυχοδιωκτική» προσωπική πολιτική επιλογή του πρωθυπουργού μιας μικρής και οικονομικά αδύναμης χώρας να μπορεί να επηρεάζει την οικονομική αξία ενός πανίσχυρου διεθνούς νομίσματος όπως το ευρώ και, κατ' επέκταση, τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας;
Μια πρώτη και πιο εύλογη εξήγηση θα μπορούσε να αναζητηθεί στην «παγκοσμιοποίηση» της διεθνούς οικονομίας. Γεγονός που αναδεικνύει πόσο ευαίσθητη και ευάλωτη είναι πλέον η παγκόσμια οικονομία ακόμη και στους πιο ασήμαντους φαινομενικά κραδασμούς.
Αν όντως η παγκόσμια αγορά χρήματος είναι ένα πολύπλοκο και άρα υπερβολικά ευαίσθητο στις παραμικρές διακυμάνσεις δίκτυο, τότε η οποιαδήποτε αυθαίρετη ή, αν προτιμάτε, ελεύθερη επιλογή στο εσωτερικό του ενδέχεται να αποδειχτεί επισφαλής και ενδεχομένως μοιραία, όχι μόνο γι' αυτόν που τη διαπράττει, αλλά και για κάθε άλλο «τμήμα» του πολύπλοκου δικτύου.
Βλέπουμε, λοιπόν, γιατί οι συνήθεις ψυχολογικές εξηγήσεις των πολιτικών-οικονομικών φαινομένων είναι μάλλον παραπλανητικές. Αντίθετα, μόνο τα «απρόσωπα» και «αφηρημένα» επιστημονικά μοντέλα, όπως π.χ. αυτό των πολύπλοκων μη γραμμικών συστημάτων, μπορούν να μας προσφέρουν μια ικανοποιητική εξήγηση των μεταμοντέρνων πολιτικών του «σοκ και δέους» που επιβάλλονται πλέον μαζικά.
Είναι πάντως αξιοπερίεργο ότι μόνο τα επιστημονικά μοντέλα του χάους και της δημιουργικής αταξίας μπορούν να «μεταφράζουν» ικανοποιητικά τα πιο μύχια βιώματα και τις αντιδράσεις του σύγχρονου ανθρώπου. Σήμερα το χάος δεν εισβάλλει, όπως κατά το παρελθόν, μόνο για να συγκαλύψει ή για να προσμετρήσει την άγνοιά μας, αλλά αποτελεί βασική προϋπόθεση και εργαλείο για την παραγωγή της σύγχρονης ζωής και σκέψης.
πηγή: enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου